- ὀρφανοφύλαξ
- ὀρφᾰνοφύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ὁ,A one who guards orphans; esp. at Athens, in pl., guardians of orphans who had lost their fathers in war, X. Vect.2.7; cf. ὀρφανοδικασταί.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορφανοφύλαξ — ὀρφανοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) επίτροπος τών ορφανών … Dictionary of Greek
ὀρφανοφύλακας — ὀρφανοφύλαξ one who guards orphans masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek